Health Rodos: Καλοκαίρι, για τα περισσότερα παιδιά, σημαίνει μέρες χωρίς σχολείο, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς υποχρεώσεις. Ενώ, όμως, αυτό θα περίμενε κανείς να σηματοδοτεί χαρά και ικανοποίηση, σε πολλά σπίτια η πιο συχνή φράση που ακούγεται από τα παιδιά δεν είναι «παίζω» ή «σκέφτομαι», αλλά «βαριέμαι».
Στην προσπάθειά τους να διαχειριστούν αυτή τη δήλωση, οι μεγάλοι συχνά σπεύδουν – με αρκετή, μάλιστα, αγωνία – να προτείνουν λύσεις: παιχνίδια, δραστηριότητες, tablet, τηλεόραση, projects, βιβλία με επαναλήψεις μαθημάτων για διακοπές και, γενικότερα, πράγματα που θα γεμίσουν τον χρόνο και θα απομακρύνουν τη «βαρεμάρα».
Όμως, τι σημαίνει στ’ αλήθεια αυτό το συναίσθημα και τι, ενδεχομένως, υπάρχει πίσω από αυτό το «βαριέμαι»;
Ο Donald Winnicott, ένας από τους σημαντικότερους παιδίατρους και ψυχαναλυτές του 20ου αιώνα, περιγράφει τη δημιουργικότητα όχι ως μια δεξιότητα αλλά ως στάση ζωής, δηλαδή κάτι που γεννιέται μέσα από την εσωτερική ασφάλεια και το παιχνίδι. Το παιδί που μπορεί να ονειρευτεί, να φανταστεί, να «παίξει με το τίποτα», είναι το παιδί που έχει εσωτερικεύσει τη σταθερή παρουσία του φροντιστή του και δεν νιώθει χαμένο όταν μένει μόνο.
Αντίθετα, το παιδί που έχει συνηθίσει να του προσφέρονται εξωτερικά ερεθίσματα χωρίς όρια, κινδυνεύει να μείνει παθητικό. Δεν ενεργοποιεί την επιθυμία του, δεν μπαίνει στη διαδικασία να εφεύρει και δεν χρειάζεται να «θέλει» κάτι, μιας και πάντα υπάρχει κάτι να του αποσπά την προσοχή. Η ικανότητα να είναι κανείς μόνος, όπως υποστήριξε ο Winnicott (1958), δεν είναι αυτονόητη: προκύπτει από ένα περιβάλλον όπου η σχέση έχει υπάρξει αρκετά καλή ώστε να μην φοβίζει η απουσία.
Η πλήξη, λοιπόν, δεν είναι απαραίτητα κάτι αρνητικό. Αντιθέτως, μπορεί να λειτουργήσει ως ερέθισμα για δημιουργία, ως έκφραση του εσωτερικού κόσμου, αρκεί να υπάρχει το ψυχικό υπόβαθρο για να την αντέξει κανείς.
Όταν το παιδί λέει «δεν έχω τι να κάνω», μπορεί στην πραγματικότητα να βιώνει αδυναμία να συνδεθεί με την επιθυμία του. Δεν ξέρει τι θέλει ή δεν μπορεί να το αντέξει. Μπορεί να προσφεύγει – όπως περιγράφει ο Jacques Lacan (1960) – σε μια αρνητική φαντασίωση: τίποτα δεν είναι αρκετό, τίποτα δεν ικανοποιεί, όλα απορρίπτονται πριν καν τα δοκιμάσει.
Σε αυτό το πλαίσιο, η «βαρεμάρα» δεν είναι ένα επιφανειακό παράπονο, αλλά μια πυκνή ψυχική εμπειρία, που συνδέεται με την επιθυμία, την απώλεια, την απουσία νοήματος και την ανάπτυξη του Εγώ.
Την ίδια στιγμή, οι γονείς καλούνται επίσης να αντέξουν τις ενοχές που μπορεί να νιώσουν όταν το παιδί τους λέει πως βαριέται. Να αντέξουν τις σκέψεις τους για το τι σημαίνει αυτό σχετικά με την «ποιότητα» της γονεϊκότητάς τους, αλλά και να εμπιστευτούν τον εαυτό τους ότι κάνουν το καλύτερο που μπορούν. Από αυτή την εμπιστοσύνη γεννιέται και η εμπιστοσύνη προς το παιδί, σχετικά με το ότι μπορεί να αντέξει τη ματαίωση του να μην έχει τα πάντα έτοιμα και να αρχίσει να δουλεύει για αυτά που επιθυμεί.
Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι να «διώξουμε» τη βαρεμάρα του παιδιού, αλλά να μπορέσουμε να την αντέξουμε – και μαζί του. Όταν ο ενήλικας δεν σπεύδει να γεμίσει το κενό με οθόνες ή δραστηριότητες, αλλά αφήνει χώρο για σιωπή, τότε ανοίγεται το ενδεχόμενο του παιχνιδιού. Και το παιχνίδι, στη βαθύτερη έννοιά του, είναι η αυθόρμητη έκφραση της εσωτερικής ζωής.
Η ψυχοθεραπεία παιδιών, όπως και η συμβουλευτική γονέων, πολλές φορές φέρνει στο φως τέτοιες σιωπές. Πίσω από το «βαριέμαι» μπορεί να κρύβεται κάτι ανείπωτο: ένας φόβος, μια απουσία, ένα δύσκολο ερώτημα. Η επεξεργασία αυτών των εμπειριών, σε ένα ασφαλές πλαίσιο, μπορεί να βοηθήσει το παιδί να έρθει σε επαφή με τη φαντασία, την περιέργεια, τη δημιουργικότητα, αλλά και με τις πρώτες εκδοχές του εαυτού του.
Οι καλοκαιρινές διακοπές δεν είναι μόνο ευκαιρία για ξεκούραση και ανεμελιά: είναι και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για εσωτερικό χρόνο. Και αν το παιδί βαριέται… ίσως να έχει μόλις ξεκινήσει να φτιάχνει κάτι πολύ δικό του.
Γράφει η Μελίνα Τζάκου, Ψυχολόγος/Ψυχοθεραπεύτρια και επιστημονική διευθύντρια του «Κέντρου Ψυχικής Υγείας ΑΡΚΕΣΙΣ»
πηγή: mama365.gr
