Health Rodos: Πόσο διαρκεί η μείωση της όσφρησης και γιατί προβληματίζει τους επιστήμονες. Τι λένε οι ερευνητές.
Η COVID-19 προκαλεί μείωση της όσφρησης πολύ συχνότερα απ’ ό,τι πίστευαν έως τώρα οι επιστήμονες. Επιπλέον, η μειωμένη όσφρηση μπορεί να επιμείνει επί χρόνια, ενώ πολύ συχνά δεν την αντιλαμβάνονται καν οι πάσχοντες.
Αυτά είναι τα κύρια ευρήματα μιας νέας μελέτης, στην οποία συμμετέχουν αρκετές εκατοντάδες ασθενείς που έχουν περάσει τη λοίμωξη.
Όπως γράφουν οι ερευνητές στην ιατρική επιθεώρηση JAMA Network Open, οι αλλαγές στην όσφρηση είναι συχνή εκδήλωση της COVID-19. Υπολογίζεται ότι μερική ή πλήρη απώλειά της (υποσμία και ανοσμία, αντιστοίχως):
Είχε το 80% των ασθενών κατά την έναρξη της πανδημίας (αρχικός κορωνοϊός και στέλεχος Alpha)
Έχουν το 30% των ασθενών μετά από λοίμωξη με κάποιο από τα στελέχη Όμικρον που ακόμα και τώρα μας ταλαιπωρούν
Η μειωμένη όσφρηση (και γεύση) μπορεί να επιμείνει για μήνες και χρόνια. Σε τέτοια περίπτωση μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες, από την ακούσια απώλεια βάρους έως την έκθεση σε κινδύνους αφού οι ασθενείς αδυνατούν π.χ. να αναγνωρίσουν τα χαλασμένα τρόφιμα ή μία φωτιά.
Στην παρούσα μελέτη, οι επιστήμονες θέλησαν να εξακριβώσουν πόσο συχνή είναι πλέον η μακροχρόνια μείωση ή απώλεια της όσφρησης, δεδομένου ότι έχει περάσει μια πενταετία από τότε που μπήκε ο νέος κορωνοϊός SARS-CoV-2 στη ζωή μας.
Στη μελέτη εντάχθηκαν συνολικώς 3.525 εθελοντές. Οι 2.956 εξ αυτών είχαν περάσει την COVID-19. Οι υπόλοιποι 569 δεν είχαν νοσήσει ποτέ από τον κορωνοϊό. Από τους εθελοντές που είχαν περάσει την COVID, οι 1.393 ανέφεραν πως είχαν μειωμένη όσφρηση ή πλήρη απώλειά της.
Η μέση ηλικία των εθελοντών ήταν τα σχεδόν 48 έτη. Το 72% ήσαν γυναίκες. Οι ερευνητές τους υπέβαλλαν σε ειδική οσφρητική εξέταση, που συμπεριλάμβανε 40 διαφορετικές οσμές.
Τα ευρήματα
Όπως έδειξαν οι εξετάσεις, από τους 1.393 πρώην ασθενείς που ανέφεραν μειωμένη όσφρηση ή πλήρη απώλειά της, το σχεδόν 80% είχαν υποσμία. Από αυτούς, το 23% είχαν σοβαρή υποσμία ή ανοσμία.
Ωστόσο από τους 1.563 συμμετέχοντες που δεν ανέφεραν καμία αλλαγή στην όσφρησή τους από τότε που νόσησαν με κορωνοϊό, με μειωμένη όσφρηση διαγνώσθηκε το 66%! Μάλιστα το 8,2% είχαν σοβαρή υποσμία ή ακόμα και ανοσμία.
Με άλλα λόγια, σχεδόν επτά στους δέκα από τους ανθρώπους που είχε νοσήσει ο κορωνοϊός, αντιμετώπιζαν εν αγνοία τους πρόβλημα όσφρησης.
Επιπλέον, η μειωμένη αίσθηση της όσφρησης παρατηρήθηκε κατά μέσον όρο 1,8 χρόνια μετά την αρχική COVID-19.
Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές στο άρθρο τους, η απώλεια της όσφρησης δεν είναι αθώα κατάσταση. Εκτός από τους άμεσους κινδύνους (π.χ. να μην γίνει αντιληπτός ο καπνός μιας φωτιάς), σχετίζεται και με νευροεκφυλιστικές ασθένειες, όπως η νόσος Πάρκινσον και η νόσος Αλτσχάιμερ. Στην πραγματικότητα, οι νοητικές λειτουργίες είναι αλληλένδετες με τις οσφρητικές, γράφουν.
Επιπλέον, το οσφρητικό σύστημα συνδέεται στενά με περιοχές του εγκεφάλου που παίζουν ρόλο:
- Στη μνήμη
- Τα συναισθήματα
- Τη λήψη αποφάσεων
Είναι, τέλος, πιθανό οι ιοί να φθάσουν απ’ ευθείας στον εγκέφαλο μέσω του επιθηλίου της μύτης. Εκεί μπορεί να προκαλέσουν φλεγμονή και μη φυσιολογική συσσώρευση πρωτεϊνών, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα.
Τα δεδομένα αυτά υποδηλώνουν πως «ο έλεγχος της όσφρησης πρέπει να ενταχθεί στις εξετάσεις ρουτίνας μετά την COVID-19. Μπορεί οι ασθενείς να μην το αντιληφθούν αμέσως, αλλά η μειωμένη όσφρηση μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην νοητική και τη σωματική υγεία τους», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Dr. Leora Horwitz, καθηγήτρια Πληθυσμιακής Υγείας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
Φωτογραφία: iStock
πηγή: iatropedia.gr