Health Rodos: Ο λόγος είναι ότι οι τροφές παραμένουν περισσότερο στο στομάχι και τα κόπρανα στο έντερό τους, γεγονός που εμποδίζει τον γιατρό να εκτελέσει με επιτυχία τις συγκεκριμένες εξετάσεις.
Για τους ασθενείς αυτούς, «η ανεπαρκής προετοιμασία του εντέρου ήταν πιο συχνή» πριν από την ενδοσκόπηση ή την κολονοσκόπηση, σύμφωνα με τους ερευνητές με επικεφαλής την Δρα Ruchi Mathur, ενδοκρινολόγο και ερευνήτρια του πεπτικού στο Cedars-Sinai στο Λος Άντζελες.
Όπως σημείωσαν οι ερευνητές, προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα που λαμβάνουν GLP-1 φάρμακα μπορεί να αντιμετωπίζουν υψηλότερες πιθανότητες «αναρρόφησης» τροφής όταν υποβάλλονται σε διαδικασίες που απαιτούν αναισθησία.
Επειδή τα φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν δυσκοιλιότητα και καθυστερημένη κένωση του στομάχου, η Mathur και οι συνεργάτες της αναρωτήθηκαν αν τα φάρμακα αφήνουν υπολείμματα στον πεπτικό σωλήνα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη σαφήνεια των ενδοσκοπικών διαδικασιών.
Για να το διαπιστώσουν, εξέτασαν ενδοσκοπήσεις και κολονοσκοπήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε 209 υπέρβαρους και παχύσαρκους ασθενείς (μέσος ΔΜΣ περίπου 34) μέσης ηλικίας 63 ετών.
Οι 70 συμμετέχοντες έπαιρναν ένα φάρμακο GLP-1, με σχεδόν τους μισούς από αυτούς να παίρνουν Ozempic ή Wegovy. Οι υπόλοιποι 139 συμμετέχοντες δεν έπαιρναν κάποιο φάρμακο GLP-1.
Από τα 23 άτομα που υποβλήθηκαν σε οισοφαγογαστροδωδεκαδακτυλοσκόπηση (EGD), όπου μια κάμερα περνάει μέσα από το λαιμό στο στομάχι, η τροφή εξακολουθούσε να υπάρχει στο στομάχι τεσσάρων ατόμων που έπαιρναν GLP-1.
Δεν συνέβη κάτι ανάλογο, σε εκείνους που δεν λάμβαναν GLP-1.
Από τους 140 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε κολονοσκόπηση ή κολονοσκόπηση και EGD, «ανεπαρκής προετοιμασία του εντέρου» (κόπρανα που παραμένουν στο έντερο) παρατηρήθηκε στο 21,3% εκείνων που έπαιρναν ένα φάρμακο GLP-1 έναντι 6,5% εκείνων που δεν έπαιρναν, ανέφεραν οι ερευνητές.
«Κανένα συμβάν αναρρόφησης, αναπνευστική δυσχέρεια ή πνευμονία από αναρρόφηση» δεν εμφανίστηκε μεταξύ των ασθενών, ανεξάρτητα από το αν είχαν λάβει μία από τις θεραπείες απώλειας βάρους ή όχι, δήλωσαν οι ερευνητές.
Παρόλα αυτά, η αύξηση του κινδύνου για το στομάχι ή/και το έντερο που περιέχει τροφή ή κόπρανα είναι ανησυχητική, καθώς επιφέρει «σημαντικούς κινδύνους για μη εντοπισμό βλαβών, δυσφορία των ασθενών και ακύρωση της διαδικασίας, με σπατάλη πόρων».
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα υποδηλώνουν την ανάγκη για περισσότερη έρευνα προκειμένου να καθοριστεί εάν χρειάζονται επικαιροποιημένες κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη χρήση του GLP-1 πριν από τις ενδοσκοπήσεις.
Τα ευρήματα δημοσιεύονται στην επιστημονική επιθεώρηση JAMA Network Open.
πηγή: giatros-in.gr